αυτομολώ
[aftomoˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- überlaufen (σε zu)αυτομολώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταυτομολώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ