ασυμβίβαστος
[asimˈvivastos], ασυμβίβαστη, ασυμβίβαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unvereinbarασυμβίβαστος συμπεριφοράασυμβίβαστος συμπεριφορά
- kompromisslos, unnachgiebigασυμβίβαστος άτομοασυμβίβαστος άτομο