„ασυλία“: θηλυκό ασυλία [asiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Immunität Immunitätθηλυκό | Femininum, weiblich f ασυλία πολιτική | Politikπολιτ ασυλία πολιτική | Politikπολιτ exemples έχω ασυλία Immunität genießen έχω ασυλία