„αστερίσκος“: αρσενικό αστερίσκος [asteˈriskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Sternchen Sternchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αστερίσκος αστερίσκος