„αρδεύω“: μεταβατικό ρήμα αρδεύω [arˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bewässern bewässern αρδεύω μεγάλη έκταση αρδεύω μεγάλη έκταση