απροστάτευτος
[aprosˈtateftos], απροστάτευτη, απροστάτευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schutzlosαπροστάτευτος άνθρωποςαπροστάτευτος άνθρωπος
- ungeschütztαπροστάτευτος πράγμααπροστάτευτος πράγμα
- unbewachtαπροστάτευτος αφύλακτοςαπροστάτευτος αφύλακτος