„αποφασιστικά“: επίρρημα αποφασιστικά [apofasistiˈka]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gezielt gezielt αποφασιστικά ενεργώ αποφασιστικά ενεργώ