απορία
[apoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Frageθηλυκό | Femininum, weiblich fαπορία ερώτησηαπορία ερώτηση
- Zweifelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπορία αμφιβολίααπορία αμφιβολία
- Ratlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπορία αμηχανίααπορία αμηχανία
- (Er-)Staunenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπορία έκπληξηαπορία έκπληξη
exemples
- έχω μια απορίαich habe eine Frage
- με μεγάλη μου απορία …zu meiner großen Verwunderung …