„αποπνικτικός“ αποπνικτικός [apopniktiˈkos], αποπνικτική, αποπνικτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) drückend drückend αποπνικτικός καιρός αποπνικτικός καιρός exemples κάνει αποπνικτική ζέστη es ist drückend heiß κάνει αποπνικτική ζέστη