απομεινάρι
[apomiˈnari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Überbleibselαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπομεινάριÜberrestαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπομεινάριαπομεινάρι