„αποδοχή“: θηλυκό αποδοχή [apoðoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Annahme, Akzeptanz Annahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f αποδοχή πρότασης, γνώμης Akzeptanzθηλυκό | Femininum, weiblich f αποδοχή πρότασης, γνώμης αποδοχή πρότασης, γνώμης exemples αποδοχές Einnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Bezugeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl αποδοχές