αποδιοπομπαίος
[apoðiopomˈbeos], αποδιοπομπαία, αποδιοπομπαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- αποδιοπομπαίος τράγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSündenbockαρσενικό | Maskulinum, männlich m