αποβάλλω
[apoˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ablegenαποβάλλω κακή συνήθειααποβάλλω κακή συνήθεια
- verwerfenαποβάλλω ιδέααποβάλλω ιδέα
- disqualifizierenαποβάλλω αθλητισμός | Sportαθλαποβάλλω αθλητισμός | Sportαθλ
- αποβάλλω από το σχολείο
αποβάλλω
[apoˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- eine Fehlgeburt habenαποβάλλω για έγκυοαποβάλλω για έγκυο