απερίσκεπτος
[apeˈriskjeptos], απερίσκεπτη, απερίσκεπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unbedacht, unüberlegtαπερίσκεπτος ενέργειααπερίσκεπτος ενέργεια
- leichtsinnigαπερίσκεπτος άμυαλοςαπερίσκεπτος άμυαλος