απέχθεια
[aˈpexθia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abscheuαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπέχθειαEkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπέχθειαWiderwilleαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπέχθειααπέχθεια