αντιστασιακός
[andistasiaˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αντιστασιακή, αντιστασιακόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- αντιστασιακό κίνημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nWiderstandsbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντιστασιακός
[andistasiaˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Widerstandskämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιστασιακόςαντιστασιακός