αντιδικία
[andiðiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rechtsstreitαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντιδικία νομικός όρος | Rechtswesenνομαντιδικία νομικός όρος | Rechtswesenνομ