„αντήχηση“: θηλυκό αντήχηση [anˈdiçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Widerhall Widerhallαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντήχηση αντήχηση