αντέχω
[anˈdexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ertragenαντέχω θόρυβο, ζέστηαντέχω θόρυβο, ζέστη
- erduldenαντέχω ανέχομαιαντέχω ανέχομαι
- aushaltenαντέχω βαστώαντέχω βαστώ
- (stand)haltenαντέχω αντικείμενοαντέχω αντικείμενο
- überdauernαντέχω διαρκώαντέχω διαρκώ
exemples
-
- αντέχω στο συναγωνισμό