αντάλλαγμα
[anˈdalaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gegenleistungθηλυκό | Femininum, weiblich fαντάλλαγμαAusgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντάλλαγμααντάλλαγμα