„ανοσία“: θηλυκό ανοσία [anoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Immunität Immunitätθηλυκό | Femininum, weiblich f ανοσία ιατρική | Medizinιατρ ανοσία ιατρική | Medizinιατρ