„ανηφόρα“: θηλυκό ανηφόρα [aniˈfora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Steigung Steigungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανηφόρα δρόμου ανηφόρα δρόμου