ανεξιχνίαστος
[aneksixˈniastos], ανεξιχνίαστη, ανεξιχνίαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unergründlichανεξιχνίαστοςανεξιχνίαστος
- unaufgeklärtανεξιχνίαστος έγκλημαανεξιχνίαστος έγκλημα