ανελκυστήρας
[anelkjisˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Aufzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mανελκυστήραςFahrstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich mανελκυστήραςανελκυστήρας
exemples
- ανελκυστήρας αγαθώνWarenaufzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανελκυστήρας προσώπωνPersonenaufzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανελκυστήρας φορτίωνLastenaufzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples