ανδρείκελο
[anˈðrikjelo]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schießbudenfigurθηλυκό | Femininum, weiblich fανδρείκελοανδρείκελο
- Hampelmannαρσενικό | Maskulinum, männlich mανδρείκελο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανδρείκελο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ