ανανεώνω
[ananeˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erneuernανανεώνωανανεώνω
- verlängernανανεώνω συμβόλαιοανανεώνω συμβόλαιο
- auffrischenανανεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανανεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ