ανακατωσούρα
[anakatoˈsura]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wirrwarrαρσενικό | Maskulinum, männlich mανακατωσούραDurcheinanderουδέτερο | Neutrum, sächlich nανακατωσούραανακατωσούρα