„αμπαρώνω“: μεταβατικό ρήμα αμπαρώνω [ambaˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verriegeln verriegeln αμπαρώνω αμπαρώνω