„ακόνισμα“: ουδέτερο ακόνισμα [aˈkonizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schleifen Schleifenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ακόνισμα ακόνισμα