ακρωτηριάζω
[akrotiriˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verstümmelnακρωτηριάζωακρωτηριάζω
- amputierenακρωτηριάζω ιατρική | Medizinιατρακρωτηριάζω ιατρική | Medizinιατρ