ακαδημαϊκός
[akaðimaiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- akademischακαδημαϊκόςακαδημαϊκός
exemples
- ακαδημαϊκό έτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nStudienjahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ακαδημαϊκός
[akaðimaiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Akademikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fακαδημαϊκόςακαδημαϊκός
- Akademiemitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich nακαδημαϊκός μέλος της ακαδημίαςακαδημαϊκός μέλος της ακαδημίας