„ακάλυπτος“ ακάλυπτος [aˈkaliptos], ακάλυπτη, ακάλυπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) unbedeckt, ungedeckt unbedeckt ακάλυπτος ασκέπαστος ακάλυπτος ασκέπαστος ungedeckt ακάλυπτος επιταγή ακάλυπτος επιταγή