αισχρότητα
[esˈxrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Obszönitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαισχρότητααισχρότητα
- Niederträchtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαισχρότητα αχρειότητααισχρότητα αχρειότητα