„αερισμός“: αρσενικό αερισμός [aerizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lüftung Lüftungθηλυκό | Femininum, weiblich f αερισμός αερισμός