αδιαφορώ
[aðjafoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- es ist mir gleichgültigαδιαφορώ μου είναι αδιάφοροαδιαφορώ μου είναι αδιάφορο
- sich nicht kümmern (για um)αδιαφορώ δε με νοιάζειαδιαφορώ δε με νοιάζει