αδιάσπαστος
[aˈðiaspastos], αδιάσπαστη, αδιάσπαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- untrennbarαδιάσπαστος που δε διασπάταιαδιάσπαστος που δε διασπάται
- unzertrennlichαδιάσπαστος φίλοι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαδιάσπαστος φίλοι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ