„αδελφός“: αρσενικό αδελφός [aðelˈfos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bruder Bruderαρσενικό | Maskulinum, männlich m αδελφός αδελφός exemples αδελφός της γιαγιάς Großonkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αδελφός της γιαγιάς αδελφός του παππού Großonkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αδελφός του παππού