„αγκομαχητό“: ουδέτερο αγκομαχητό [aŋgomaçiˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Keuchen Keuchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγκομαχητό αγκομαχητό