αγαπημένο
[aɣapiˈmeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Favoritαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγαπημένο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαγαπημένο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ