έφοδος
[ˈefoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sturmangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mέφοδος του στρατούέφοδος του στρατού
- Razziaθηλυκό | Femininum, weiblich fέφοδος της αστυνομίαςέφοδος της αστυνομίας