„έξαλλος“ έξαλλος [ˈeksalos], έξαλλη, έξαλλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) außer sich, stürmisch, frenetisch, schrill außer sich (από vor+δοτική | +Dativ +dat) έξαλλος εκτός εαυτού έξαλλος εκτός εαυτού stürmisch έξαλλος χαρά, ενθουσιασμός έξαλλος χαρά, ενθουσιασμός frenetisch έξαλλος χειροκροτήματα έξαλλος χειροκροτήματα schrill έξαλλος μόδα, μουσική έξαλλος μόδα, μουσική exemples γίνομαι έξαλλος außer sich geraten γίνομαι έξαλλος