„έγκριτος“ έγκριτος [ˈeŋgritos], έγκριτη, έγκριτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) genehmigt genehmigt έγκριτος έγκριτος