„άσκοπος“ άσκοπος [ˈaskopos], άσκοπη, άσκοποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ziellos, zwecklos, sinnlos ziellos άσκοπος χωρίς σκοπό άσκοπος χωρίς σκοπό zwecklos, sinnlos άσκοπος χωρίς νόημα άσκοπος χωρίς νόημα