άρθρωση
[ˈarθrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Artikulationθηλυκό | Femininum, weiblich fάρθρωσηάρθρωση
- Gelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich nάρθρωση ανατομία | Anatomieανατάρθρωση ανατομία | Anatomieανατ
exemples
- άρθρωση αστραγάλουFesselgelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- άρθρωση δακτύλουFingergelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- άρθρωση του αγκώναEll(en)bogengelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples