„άξιος“ άξιος [ˈaksios], άξια, άξιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) würdig, wert, fähig, tüchtig würdig, wert άξιος άξιος fähig, tüchtig άξιος άξιος exemples άξιος εμπιστοσύνης vertrauenswürdig άξιος εμπιστοσύνης άξιος επαίνου anerkennenswert, lobenswert άξιος επαίνου άξιος οίκτου bemitleidenswert άξιος οίκτου