άνετος
[ˈanetos], άνετη, άνετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- bequemάνετοςάνετος
- komfortabel, gemütlich, behaglichάνετος σπίτι, ξενοδοχείο, μέροςάνετος σπίτι, ξενοδοχείο, μέρος
- saloppάνετος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτάνετος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ