άνεση
[ˈanesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bequemlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fάνεσηάνεση
- Komfortαρσενικό | Maskulinum, männlich mάνεση πληθυντικός | Plural plάνεση πληθυντικός | Plural pl