άμυνα
[ˈamina]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verteidigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)άμυναάμυνα
- Notwehrθηλυκό | Femininum, weiblich fάμυνα νομικός όρος | Rechtswesenνομάμυνα νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Abwehrθηλυκό | Femininum, weiblich fάμυνα αντίστασηάμυνα αντίσταση
- Defensiveθηλυκό | Femininum, weiblich fάμυνα όχι επίθεσηάμυνα όχι επίθεση