άδικος
[ˈaðikos], άδικη, άδικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ungerecht, unverdientάδικοςάδικος
- vergeblichάδικος κόποςάδικος κόπος