„βραχύτητα“: θηλυκό βραχύτητα [vraˈçitita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Kürze Kürzeθηλυκό | Femininum, weiblich f βραχύτητα κ. συλλαβής βραχύτητα κ. συλλαβής